Αρχική Eπικαιρότητα Η σχέση γονιμότητας και …εισοδήματος

Η σχέση γονιμότητας και …εισοδήματος

Η γονιμότητα στις χώρες υψηλού εισοδήματος μειώνεται τα τελευταία 100 χρόνια. Στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και την Ισπανία η γονιμότητα ήταν πολύ κάτω από το 1,5 παιδιά ανά γυναίκα για περισσότερα από 20 χρόνια. Η ουσιαστική οικονομική έρευνα σχετικά με τις ατομικές αποφάσεις γονιμότητας έχει φυσικά επικεντρωθεί στις διάχυτες τάσεις που σχετίζονται με αυτή τη δημογραφική μετάβαση – κυρίως αρνητικές σχέσεις μεταξύ γονιμότητας και εισοδήματος και μεταξύ συμμετοχής των γυναικών και εισοδήματος στο εργατικό δυναμικό.

Οι οικονομολόγοι έχουν προτείνει δύο βασικές εξηγήσεις. Η πρώτη υποδηλώνει ότι, καθώς οι γονείς γίνονται πλουσιότεροι, επενδύουν περισσότερο στην «ποιότητα» (για παράδειγμα, στην εκπαίδευση) των παιδιών τους. Αυτή η επένδυση είναι δαπανηρή, επομένως οι γονείς επιλέγουν να κάνουν λιγότερα παιδιά.

Ιστορικά η γονιμότητα και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνδέονται έντονα αρνητικά, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και προϊόντος του χρόνου. Η δεύτερη εξήγηση αναγνωρίζει πόσο χρονοβόρο είναι να μεγαλώνεις παιδιά. Καθώς οι μισθοί αυξάνονται, το να αφιερώνεις χρόνο στη φροντίδα των παιδιών –αντί στην εργασία– γίνεται πιο δαπανηρό για τους γονείς και ειδικά για τις μητέρες. Το αποτέλεσμα είναι μείωση της γονιμότητας και μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι αυτοί οι συσχετισμοί δεν ισχύουν πλέον παγκοσμίως. Παρά τη συνεχιζόμενη αρνητική σχέση εισοδήματος – γονιμότητας σε χώρες χαμηλού εισοδήματος (ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική), οι συσχετισμοί έχουν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό τόσο εντός όσο και μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση μεταξύ γονιμότητας και συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε μια χώρα έδειχνε αξιόπιστα χαμηλή γονιμότητα. Το 1980, η γονιμότητα ήταν ακόμη πολύ πάνω από δύο παιδιά ανά γυναίκα σε φτωχότερες χώρες, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, αλλά μόλις 20 χρόνια αργότερα, η γονιμότητα είχε αλλάξει ουσιαστικά. Μάλιστα, το 2000 οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δεύτερη πλουσιότερη χώρα του δείγματος, παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό γονιμότητας. Το μοντέλο γονιμότητας μεταξύ των οικογενειών σε χώρες υψηλού εισοδήματος (όπως η Γαλλία, η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες) έχει επίσης αλλάξει. Ιστορικά, η σχέση μεταξύ της γυναικείας εκπαίδευσης και της γονιμότητας είναι σαφώς αρνητική, σε εναρμόνιση με τους υψηλότερους μισθούς, που αυξάνουν το κόστος ευκαιρίας για την ανατροφή των παιδιών. Στις ΗΠΑ, βάσει των συναφών ερευνών, παρόλο που οι γυναίκες υψηλής μόρφωσης με περισσότερα από 16 χρόνια εκπαίδευσης είχαν το χαμηλότερο ποσοστό γονιμότητας το 1980, αυτό δεν ισχύει πλέον το 2019.

Ενα κοινό θέμα έχει προκύψει από αυτή την ευρεία επιστημονική συζήτηση: η συμβατότητα της σταδιοδρομίας και της οικογένειας. Τέσσερις παράγοντες εξηγούν τη διακύμανση της συμβατότητας καριέρας – οικογένειας μεταξύ των χωρών: οικογενειακές πολιτικές, συνεργάσιμοι πατέρες, ευνοϊκά κοινωνικά πρότυπα και ευέλικτη αγορά εργασίας. Η φθηνή και εύκολα διαθέσιμη παιδική φροντίδα αποδεσμεύει χρόνο για τις γυναίκες και τους επιτρέπει να συνδυάσουν τη μητρότητα με μια καριέρα, η οποία τελικά αυξάνει τη γονιμότητα. Ο δε καταμερισμός της παιδικής μέριμνας μεταξύ των γονέων έχει σημαντικές επιπτώσεις στη γονιμότητα, όταν οι άνθρωποι εξετάζουν την προοπτική να κάνουν παιδιά. Οι έρευνες δείχνουν ότι σε χώρες όπου οι πατέρες ασχολούνται περισσότερο με τη φροντίδα των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού, η γονιμότητα είναι υψηλότερη. Η Ιαπωνία, όπου οι άνδρες μοιράζονται ελάχιστα πράγματα στη φροντίδα των παιδιών, η γονιμότητα συνεχίζει να είναι εξαιρετικά χαμηλή.

* Οι Ματίας Ντέπκε, Αν Χάνους, Φάμπιαν Κίντερμαν και Μισέλ Τερτίλ είναι καθηγητές/καθηγήτριεςστα Πανεπιστήμια Νορθγουέστερν, Μανχάιμ, Ρέγκενσμπουργκκαι Μανχάιμ αντιστοίχως. Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό «Χρηματοοικονομικά και Ανάπτυξη» του ΔΝΤ.