Αρχική Ν. Αργολίδος Η πορεία ενός δρόμου μέσα στην ιστορία: Ο δρόμος της Κοντοπορείας

Η πορεία ενός δρόμου μέσα στην ιστορία: Ο δρόμος της Κοντοπορείας

Η παρουσία, στα σύνορα των νομών Κορινθίας και Αργολίδας, μικρών σχετικά ορεινών όγκων (Μεγαλοβούνι, Αγ. Τριάδα, Αραχναίο), το ύψος των οποίων δεν ξεπερνούσε τα 1300 μέτρα, επέτρεψε, από την αρχαιότητα ακόμα, την απρόσκοπτη επικοινωνία και τακτική σύνδεση μεταξύ των δύο περιοχών.

Το πλήθος των δρόμων που χαράχτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς υποδηλώνει και την σημασία τους αφού η μεν Κορινθία αποτελούσε το ‘κλειδί’ της Πελοποννήσου, η δε Αργολίδα, που διέθετε μια σημαντική πεδιάδα και είχε πρόσβαση στη θάλασσα μέσω του αργολικού κόλπου, ήταν ο τόπος γέννησης του λαμπρού μυκηναϊκού πολιτισμού.

Οι δρόμοι πού οδηγούσαν στο ’ργος περνούσαν μέσα από τις στενωπούς της εκτεταμένης οροσειράς, πού χωρίζει την Κορινθία από την Αργολίδα και είχαν εξαιρετική στρατηγική σημασία. Για τον έλεγχο των διόδων αυτών χτίστηκαν το Μεσαίωνα φρούρια (Αγίου Γεωργίου Πολυφέγγους, Αγίου Βασιλείου, Αγιονορίου), πού εξελίχτηκαν αργότερα σε σημαντικούς οικισμούς,

Πέντε ήταν κυρίως οι δρόμοι που από την Αργολίδα οδηγούσαν στην Κορινθία:

Ο δυτικότερος από τους δρόμους ήταν εκείνος πού περνούσε από τον άγιο Γεώργιο (σημ. Νεμέα). Πριν φθάσει στη Νεμέα άφηνε ανατολικά τον Ακροκόρινθο, και έμπαινε στην πεδιάδα του Αγίου Βασιλείου. Σε ένα σημείο, κοντά στις αρχαίες Κλεωνές, έκοβε δεξιά, περνούσε νότια από τον ’γιο Γεώργιο και έφθανε στα Φίχτια του αργολικού κάμπου. ‘Ηταν ομαλότερος και ευρύτερος από τους άλλους, εξαιτίας όμως του μεγάλου του μήκους η χρήση του ήταν περιορισμένη. Το στρατηγικότερο σημείο του δρόμου αυτού βρισκόταν σε ελάχιστη απόσταση νότια του Αγίου Γεωργίου, στο στενό πού φράσσεται δυτικά από το βουνό της Παναγίας του Βράχου (Πολύφεγγος) και ανατολικά από το βουνό της Αναλήψεως. Στην κορυφή του πρώτου βουνού υπήρξε το σημαντικό μεσαιωνικό κάστρο του Πολυφέγγους, που έλεγχε το πέρασμα.

Ο δεύτερος δρόμος ως το σημείο της θέσης των αρχαίων Κλεωνών συνέπιπτε με τον προηγούμενο. Στη συνέχεια περνούσε μέσα από τα στενά των Δερβενακίων, όπως ο σημερινός αμαξιτός δρόμος Κορίνθου-’ργους, και έβγαινε στον αργολικό κάμπο (Φίχτια). Το δρόμο αυτόν εννοεί και ο Παυσανίας, όταν μιλά για την αμαξιτή οδό πού οδηγούσε από τις Κλεωνές στο ’ργος δια μέσου του όρους Τρητού ( Παυσανίας, II 15,2 “Εκ Κλεωνών δε είσιν ες ’ργος οδοί δύο,η μεν ανδράσιν ευζώνους και έστιν επίτομος, η δε επί του καλουμένου Τρητού, στενή μεν και αύτη περιεχόντων ορών, οχήμασιν δε έστιν όμως εέπιτηδειοτέρα”). Κατά την Τουρκοκρατία ήταν ο πιο πολυσύχναστος, σε πολλά σημεία λιθόστρωτος και λεγόταν δρόμος “αφεντικός” (Χρυσανθοπούλου, Απομνημονεύματα, σ. 239, σημ.1. “ο δε δρόμος από ’ργος εις Δερβενάκι είναι όχι ο στενώτερος και συντομώτερος καθώς λέγει ο Σ.Τριχούπης αλλ’ είναι δρόμος αφεντικός”).

Ο τρίτος δρόμος ήταν ο δρόμος του Αγ. Σώστη, που περνούσε από το ομώνυμο στενό πού σχηματίζεται σε μικρή απόσταση ανατολικά από τα Δερβενάκια και κατέληγε στο Χαρβάτι(Μυκήνες). Ο τέταρτος δρόμος από την πεδιάδα των Κλεωνών έβγαζε στον ’γιο Βασίλειο, και πριν μπει στην αργολική πεδιάδα, ανέβαινε σε μεγάλο ύψος, περνώντας δυτικά από το Στεφάνι. Και οι δυο αυτοί δρόμοι – περισσότερο ο δεύτερος – είχαν το μειονέκτημα ότι ανέβαιναν απότομα σε μεγάλο ύψος, γι αυτό ήταν βατοί μόνο από πεζούς και υποζύγια. Εντούτοις ο πρώτος, στα νεότερα τουλάχιστον χρόνια, ήταν πολυσύχναστος, γιατί συντόμευε την απόσταση, σε σχέση με το δρόμο των Δερβενακίων.

Ο πέμπτος δρόμος, του Αγιονορίου, βρισκόταν αρκετά ανατολικότερα. Ακολουθούσε το δυτικό βραχίονα του Σολομιώτικου ποταμού, περνούσε ανατολικά από το σημερινό χωριό Χιλιομόδι και την αρχαία Τενέα, εισέρχονταν στην κλεισούρα του Αγιονορίου, φθάνοντας στο μέγιστο ύψος (600 μ.), και αφού τη διέσχιζε, κατέβαινε απότομα (πέφτοντας στα 250 μ. υψόμετρο) στην κοιλάδα του Μπερμπατιού/Πρόσυμνας και μέσω της ομώνυμης κλεισούρας κατέληγε στην αργολική πεδιάδα.

Το όνομα Κοντοπορεία, προδίδει προφανώς ότι ήταν ο πιο σύντομος δρόμος για τον ταξιδιώτη που προερχόμενος από την Αττική επιθυμούσε να μεταβεί απ’ ευθείας από τον Ισθμό στην Αργολίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πολύβιος τον αναφέρει μεν σε αντιδιαστολή (βρισκόταν σε ακριβώς αντίθετη γεωγραφικά κατεύθυνση) αλλά και σε λογική συνέχεια με τον δρόμο που από τον Ισθμό και τις Σκειρωνίδες Πέτρες (Κακιά σκάλα) οδηγούσε στην Αττική.

Πολυβίου, Ίστορίαι, XVI, 16,4 “τοιαύτην γαρ φύσιν έχει τα προειρημένα πάντα συλλήβδην ώστε μηδέν διαφέρειν του λέγειν ότι ποιησάμενος τις εκ Κορίνθου την ορμήν καί διαπορευθείς τον Ισθμόν και συνάψας ταις Σκε-ρωνίσιν ευθέως επί την Κοντοπορίαν επέβαλε και παρά τας Μυκήνας εποιείτο την πορείαν εις ’ργος”…

Η αρχαιότερη μνεία για τη χρήση του δρόμου πρέπει μάλλον να αναζητηθεί κατά την κλασσική εποχή στα έργα του Ξενοφώντα Ελληνικά και Αγησίλαος. Ο Έλληνας ιστορικός αναφέρει ότι, το 393 π.Χ., ο ομώνυμος βασιλιάς της Σπάρτης, αφού λεηλάτησε την Αργολίδα και σκοπεύοντας να γκρεμίσει τα τείχη που συνέδεαν την Κόρινθο με το Λέχαιο, πέρασε με τα στρατεύματα του κατά τα “Ελληνικά” από κάποια στενά (τα οποία όμως δεν κατονομάζει, αλλά μπορούν εύκολα να ταυτιστούν με τα στενά της κλεισούρας του Αγιονορίου) και κατά το έργο “Αγησίλαος” από την Τενέα (σε μικρή απόσταση δυτικά της Κοντοπορείας).

Ξενοφώντος Ελληνικά ,Δ ‘, 6, 19. “Αγησίλαος…ευθύς εκείθεν υπερβαλών κατά Τενέαν εις Κόρινθον. . .”. Επίσης, Αγησίλαος 11,17 “… υπερβαλών κατά τα στενά…”

Ωστόσο, οι πρώτες σαφείς αναφορές στο δρόμο γίνονται από συγγραφείς της Ρωμαιοκρατίας. Εκτός από τον Πολύβιο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, και ο Αθηναίος, μνημονεύει την Κοντοπορεία, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε κάποιο χαρακτηρισμό του δρόμου, με την ευκαιρία της διέλευσης από εκεί των στρατευμάτων του βασιλιά Πτολεμαίου. Με βάση τις αναφορές αυτές μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τόσο κατά την κλασσική όσο και κατά την ρωμαϊκή αρχαιότητα ήταν συνηθισμένη η χρήση του δρόμου για στρατιωτικούς σκοπούς. Είναι βέβαιο ότι η χρησιμότητα της Κοντοπορείας αναδείχτηκε ακόμη περισσότερο μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους (146 π.Χ.), και την αύξηση της σπουδαιότητας του πλησιόχωρου στην Κόρινθο στρατηγικού οικισμού της Τενέας, δεδομένου ότι ο τελευταίος βρισκόταν πάνω στην Κοντοπορεία και σε θέση που μπορεί να εντοπιστεί κοντά στη βόρεια έξοδο της κλεισούρας του Αγιονορίου. Μπορούμε να πούμε ότι η τελευταία προστατευόταν πιθανώς από την εποχή ακόμα της ρωμαιοκρατίας από το οχυρό που βρισκόταν στην είσοδο της (Καστράκι) και με μεγαλύτερη βεβαιότητα από τον οχυρωμένο οικισμό της Δραγατούρας, που συνέχισε να λειτουργεί αργότερα, στην υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο.

Αθήναιος, Δειπνοσοφιστής “Πτολεμαίος δε ο βασιλεύς εν εβδόμω υπομνημάτων επί Κορίνθου προάγουσι, φησί, ημίν δια της Κοντοπορείας καλούμενης κατά την ακρώρειαν προσβαίνουσιν είναι κρήνην νάμα ανιείσαν χιόνος ψυχρότερον, εξ ης πολλούς μη πίνειν αποπαγήσεσθαι προσδοκώντας, αυτός δε λέγει πεπωκέναι”

Είναι πολύ πιθανό ότι ως ορεινός δρόμος η Κοντοπορεία άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο μετά την εξασθένηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τη συνακόλουθη εμφάνιση στο έδαφος της βαρβαρικών φύλων. Οι επιδρομές των Γότθων, που στα τέλη του Δ’ αι. εισέβαλαν ανενόχλητοι στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν την Κόρινθο και το Αργος, έσπειραν τον πανικό στον ντόπιο πεδινό πληθυσμό ο οποίος, έστω και προσωρινά, ίσως αναγκάστηκε να αναζητήσει κάποιο ασφαλέστερο καταφύγιο, μέσω των διόδων που οδηγούσαν στα ορεινά.

Η διαδικασία αυτή της μετακίνησης του πληθυσμού στα ορεινά άρχισε πιθανότατα να αποκτά μονιμότερο χαρακτήρα από τα τέλη του 6ου αι., με την έναρξη των αβαροσλαβικών επιδρομών που ταλαιπώρησαν τους βαλκανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από τα αρχαιολογικά δεδομένα της περιοχής που μαρτυρούν την σταδιακή παρακμή και εγκατάλειψη της πεδινής Τενέας πιθανότατα υπέρ του ορεινού οικισμού της Δραγατούρας-Ενορίου, που βρισκόταν, όπως είδαμε, στο μεγαλύτερο υψόμετρο της Κοντοπορείας και ήλεγχε το στενό πέρασμα της ορεινής κλεισούρας του Αγιονορίου.

Είναι αναμφισβήτητο ότι κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (7ος-12ος αι.) ο δρόμος της Κοντοπορείας αποτέλεσε τον βασικότερο άξονα επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο περιοχές. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται έμμεσα και από την ίδρυση, τουλάχιστον από τον 12° αι., ενός επιπλέον οικισμού, της Κλένιας, που κτίστηκε πολύ κοντά στα ερείπια της αρχαίας Τενέας, στις βόρειες παρυφές του βουνού Νυφίτσα. Η χρήση του, σε σχέση με τους δυτικότερους δρόμους, έγινε συχνότερη και ο λόγος γι’ αυτό φαίνεται να είναι απλός: συνέδεε πιο σύντομα όχι μόνο τους πολυπληθέστερους αλλά και τους πιο στρατηγικούς και γι’ αυτό ισχυρά οχυρωμένους οικισμούς-κάστρα του Αργούς και της Ακροναυπλίας. Η στενή επιτήρηση της Κοντοπορείας πρέπει να ήταν για τους Βυζαντινούς θέμα μείζονος σημασίας, αφού θα τους έδινε τη δυνατότητα να ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο στην ανατολική Πελοπόννησο κατά την κρίσιμη περίοδο του 7ου και 8ου αι. Γι’ αυτό λοιπόν φρόντισαν από πολύ νωρίς να οχυρώσουν αρκετά σημεία του δρόμου και ιδιαίτερα την κλεισούρα του Αγιονορίου, αφού η τελευταία συγκέντρωνε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατασκευή οχυρωματικών έργων: άνετος έλεγχος του περάσματος, εύκολη επόπτευση της ευρύτερης χερσαίας και θαλάσσιας περιοχής και των κάστρων που αυτή περιλάμβανε.

Οι Βυζαντινοί προχώρησαν μάλιστα στην δίδυμη οχύρωση της κλεισούρας. Το πρώτο φρούριο, το Καστράκι, κατασκευάστηκε στην είσοδο του ορεινού περάσματος (προς το μέρος της Κορίνθου), στη νοτιότερη κορυφή του βουνού Αμπιδίτσα, και πάνω σε προγενέστερη, πιθανώς κλασσική ή ρωμαϊκή οχύρωση. Στο μέρος που η Κοντοπορεία διερχόταν από το σημείο εξόδου της κλεισούρας (προς τη πλευρά της αργολικής πεδιάδας), προστατευόταν από το δεύτερο φρούριο, του Αγιονορίου, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε ακμάζων μεσαιωνικός οικισμός. Ένα ακόμη φρούριο, το Καστέλλι, προφανώς της ύστερης βυζαντινής περιόδου, αν και δευτερεύουσας σημασίας, ωστόσο έλεγχε την Κοντοπορεία πριν την είσοδο της στην κλεισούρα, τον δρόμο που οδηγούσε από τις Κεχριές στην Κοντοπορεία και ένα λιγότερο γνωστό δρόμο που έβγαζε από την Κόρινθο στην Επίδαυρο περνώντας από το στενό όπου είχε χτιστεί η παλιά μονή Φανερωμένης .

Την ‘οδό’ της Κοντοπορείας χρησιμοποίησε κατά τη περίοδο αυτή (c.970) ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, μετά την περιήγηση του στην Κρήτη, σε διάφορες πόλεις της νότιας Ελλάδας και την Κόρινθο (Λάμπρου, Βίος Νίκωνος, σ. 159 “Τότε δε τέως μικρόν προσδιατρίψας τη Κορίνθω..ήψατο και της προς το ’ργος φερούσης”). Προφανώς μέσω της Κοντοπορίας περνούσε ο δρόμος που από το Ναύπλιο οδηγούσε πέρα από τον Ισθμό κατά τον ’ραβα γεωγράφο Edrisi ο οποίος μνημονεύει τη Hadjiria, τοπωνύμιο που έχει ταυτιστεί με το ’γιο Όρος-Αγιονόρι, ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις της Πελοποννήσου. Μια ακόμη πολύτιμη μαρτυρία για την Κοντοπορεία κατά την ίδια περίπου περίοδο (αρχές 13ου αι.) διασώζει ο Νικήτας Χωνιάτης περιγράφοντας τα γεγονότα τα σχετικά με την έλευση του Βονιφάτιου Μομφερρατικού στην Πελοπόννησο. Ο Χωνιάτης αναφέρει ότι ο Βονιφάτιος, μετά την αποτυχία του να καταλάβει τον Ακροκόρινθο, θεώρησε τη διάβαση από το στρατό του της ‘παρόδου’ που οδηγούσε στο Ναύπλιο ως ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Οι κίνδυνοι προέρχονταν, σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό από την ‘ισχυρότητα των απομαχομένων’ και από την οχυρότητα των ερυμάτων, εννοώντας, κατά τον Κορδώση τα φρούρια του Καστρακίου και του Αγιονορίου.

Είναι βέβαιο ότι η χρήση της Κοντοπορείας περιορίστηκε αισθητά μετά τις φραγκικές κατακτήσεις. Οι Φράγκοι κατακτητές έσπευσαν να κατασκευάσουν το κάστρο του Αγ. Βασιλείου, πάνω στο δρόμο των Δερβενακίων, που εξελίχθηκε, εξαιτίας της ασφάλειας που παρείχε, σε πόλο έλξης των γειτονικών πληθυσμών. Έτσι, άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία οι δυτικότερες διαβάσεις που οδηγούσαν στην Αργολίδα, μέσω των Δερβενακίων και της Νεμέας. Η νέα εξέλιξη μπορεί εύκολα να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο δρόμος έχασε τον στρατηγικό ρόλο που παραδοσιακά έπαιζε, αφού οι περιοχές που συνέδεε ακολούθησαν διαφορετικές ιστορικές τύχες: τα κάστρα της Αργοναυπλίας υπήχθησαν στο δουκάτο των Αθηνών σε αντίθεση με την Κορινθία που πέρασε στον έλεγχο του πριγκηπάτου του Μορέως.

Ωστόσο, η έντονη οικοδομική δραστηριότητα που παρατηρείται στην περιοχή τον 14° αι., η ανανέωση των οχυρώσεων στον γούλα του κάστρου του Αγιονορίου, και η προσωρινή ανακατάληψη της περιοχής από τους Βυζαντινούς (1395) είναι γεγονότα που αποκαλύπτουν ότι ο δρόμος εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται έστω και αν αυτό οφείλεται και στη γενικότερη τάση μετακίνησης των πληθυσμών σε ορεινά και οχυρωμένα μέρη . Την περίοδο αυτή η κλεισούρα του Αγιονορίου απέκτησε πρόσθετη αξία αφού αποτέλεσε κύριο σταθμό του δρόμου που οδηγούσε από τις Κεχριές στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Τον 15° αι. κάποιος Βενετός περιηγητής στο ταξίδι του από το Ναύπλιο για την Αθήνα έφτασε, μετά από πορεία 15 μιλίων, στο Αγιονόρι, χρησιμοποιώντας προφανώς το δρόμο της Κοντοπορείας.

Μετά τον 15° αι. οι περισσότερες πληροφορίες, άμεσες ή έμμεσες, για την χρήση του δρόμου προέρχονται από πηγές που αφηγούνται τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν στην Πελοπόννησο κατά τον 18° και 19° αι. Το κυριότερο συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε από την μελέτη των πηγών αυτών είναι ότι ο σπουδαιότερος στρατιωτικός δρόμος ήταν πια αυτός των Δερβενακίων. Πράγματι, ο τελευταίος καλείται στα Απομνημονεύματα του Χρυσανθόπουλου ως “δρόμος αφεντικός”, σε αντίθεση με το δρόμο της Κοντοπορείας που ο Παλαιών Πατρών Γερμανός χαρακτηρίζει “παράμερο”. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 1715, μετά την κατάληψη της Κορίνθου, ο βεζύρης προτίμησε να περάσει τα στρατεύματα του στο Ναύπλιο, όχι από τον συντομότερο δρόμο της Κοντοπορείας αλλά μέσω των στενών των Δερβενακίων.

Η δημογραφική αύξηση που παρατηρείται στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο της Β’ Τουρκοκρατίας καθώς και η τάση μετακίνησης του πληθυσμού προς τα πεδινά ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης κλίματος ηρεμίας, ανακόπτεται από τα δραματικά γεγονότα της ελληνικής επανάστασης. Η εξέλιξη αυτή αναβάθμισε, όπως ήταν φυσικό, το ρόλο των ορεινών περασμάτων προς την αργολική πεδιάδα. Ο οικισμός της Κλένιας, στην ανατολική πλευρά του όρους Νυφίτσα, απέκτησε στρατηγική σημασία αφού δέσποζε της εύφορης περιοχής Κλένιας-Χιλιομοδίου, βρισκόταν δίπλα στη δίοδο της Κοντοπορείας, και ήλεγχε την είσοδο της κλεισούρας του Αγιονορίου.

Στα χρόνια κυρίως της Τουρκοκρατίας, η δίοδος έχασε τη στρατηγική της σημασία, μαζί με την παρακμή των οχυρών παραμελήθηκε και ο δρόμος πού περνούσε από εκεί προς όφελος της άλλης στενωπού, των Δερβενακίων, πού είχε το πλεονέκτημα να ανεβαίνει σε χαμηλότερο ύψος. H ονομασία των δύο αυτών στενών είναι ενδεικτική της εποχής της ακμής τους. Το στενό του Αγιονορίου διατηρεί ως σήμερα το μεσαιωνικό όνομα “Κλεισούρα”, ενώ το άλλο στενό έχει το τουρκικό όνομα “Δερβενάκια”. Παρ’ όλα αυτά ο δρόμος του Αγιονορίου δεν έπαψε να χρησιμοποιείται ως την εποχή της κατασκευής της αμαξιτής οδού των Δερβενακίων, κυρίως απ’ αυτούς που είχαν ως προορισμό το Ναύπλιο (Ραγκαβή, Απομνημονεύματα, τ. Α’, εν Αθήναις 1894, σ.233, όπου χαρακτηρίζεται, “τραχεία άλλα πολυφοίτητος στενωπός” ).

Στις 28 Ιουλίου 1822, δύο μόλις μέρες μετά την, καταστροφική για τον Δράμαλη, μάχη στα στενά των Δερβενακίων, όπως είναι γνωστό ο τουρκικός στρατός εγκλωβίστηκε εκ νέου σε ορεινό πέρασμα, αυτή τη φορά στη κλεισούρα του Αγιονορίου. Παρότι οι Τούρκοι κατόρθωσαν στην αρχή να απωθήσουν το Νικηταρά που βρισκόταν στα υψώματα νότια του Στεφανιού, σύμφωνα με την αφήγηση του Δ. Κριεζή, δεν απέφυγαν την εμπλοκή τους στην κλεισούρα από το Νικηταρά και τους Φλεσαίους που νωρίτερα είχαν πιάσει τα υψώματα μεταξύ Αγιονορίου και Μπερμπατιού. Έτσι γνώρισε συντριπτική ήττα από τον Νικηταρά που κατεδίωξε τους Τούρκους σε μήκος απόστασης που εκτείνονταν από το Αγιονόρι ως και την περιοχή της Κλένιας. Τα γεγονότα αυτά διασώζονται, ανάμεσα σε άλλες πηγές, στα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη και στα Ιστορικά του Οικονόμου. Στα δύο αυτά έργα η Κοντοπορεία χαρακτηρίζεται αντίστοιχα ως ‘στράτα Αγιονορίου’ και ως ‘δίοδος άγουσαν δια Μπερμπατιού και Αϊνορίου εις Κλένιαν’. Ο Κριεζής την ονομάζει ‘οδό της κλεισούρας’ αλλά και του Αγιονορίου, αναφέροντας επιπλέον ότι ήταν ‘στενή κατωφερής και εις μέρη τινά λιθόστρωτος’, σε σχέση όμως με το δρόμο του άγιου Σώστη περισσότερο πλατειά και ανοιχτή.

Νέα εξέλιξη για το δρόμο που μας απασχολεί παρουσιάζεται μετά το τέλος της ελληνικής επανάστασης και την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Κατά την περίοδο αυτή, και μετά την αποκατάσταση κλίματος ασφάλειας στους κατοίκους, παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της δημογραφικής μετακίνησης στα πεδινά, όπου οι συνθήκες για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, ιδιαίτερα μετά την απομάκρυνση των Τούρκων τσιφλικάδων, ήταν αναμφίβολα ευνοϊκότερες. Ο Ραγκαβής βέβαια, ο οποίος χρησιμοποίησε την Κοντοπορεία για να μεταβεί από την Κόρινθο στο Ναύπλιο την χαρακτηρίζει οδό “τραχείαν αλλά πολυφοίτητον” και επικίνδυνη, αφού πάντα υπήρχε ο φόβος στους ταξιδιώτες για το ενδεχόμενο να δεχθούν επίθεση από ληστές. Επιπλέον, η επιβίωση του τοπωνυμίου “Τουρκοστράτι”, ελάχιστα μπροστά από την είσοδο της κλεισούρας, επιβεβαιώνει με τη σειρά της τη σημασία του δρόμου. Ωστόσο, οι δύο αυτές αναφορές πρέπει μάλλον να αντιμετωπιστούν ως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Έτσι, από το δεύτερο μισό του 19ου αι. παρατηρούμε, πάνω περίπου στο δρόμο της Κοντοπορείας, την σταδιακή ερήμωση του ορεινού Αγιονορίου, υπέρ του πεδινού νεοϊδρυόμενου Χιλιομοδίου. Ο δρόμος της Κοντοπορείας άρχισε γρήγορα να χάνει την αξία του αφού ο ρόλος που παραδοσιακά έπαιζε, ως ένα κατ’ εξοχήν στρατιωτικό πέρασμα, έπαψε πλέον να υφίσταται.

Πηγή: hellinon.net