Αρχική Ν. Ηλείας To “Ιερό Σκάνδαλο” στην Ηλεία που συγκλόνισε την Ελλάδα

To “Ιερό Σκάνδαλο” στην Ηλεία που συγκλόνισε την Ελλάδα

Εκείνη την ανοιξιάτικη ημέρα το Μάρτιο του 2013, ελάχιστοι άνθρωποι αναγνώρισαν την ηλικιωμένη γυναίκα με το μισάνοιχτο στόμα-απόρροια ενός εγκεφαλικού-η οποία καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι, το οποίο έσπρωχνε μια νεαρή γυναίκα. Το λευκό μαντήλι στα μαλλιά της ήταν επί δεκαετίες το σήμα κατατεθέν της Αθανασίας Σάμαρη-Κρικέτου η οποία έγινε γνωστή στο πανελλήνιο ως η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω. Αυτή που ως νεαρή «αναστήθηκε» μέσα στο φέρετρο όπου υποτίθεται ότι είχε πεθάνει, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης σε αφελείς επαρχιώτες που πίστευαν ότι συνομιλούσε με την Παναγία! Τελικά το Σάββατο 28 Φεβρουαρίου η περιβόητη Αγία έφυγε από την ζωή σε ηλικία 92 ετών, αφήνοντας πίσω της μια ζωή γεμάτη από δήθεν θαύματα, χιλιάδες πιστούς που της χάρισαν ότι είχαν και δεν είχαν, μια τεράστια ακίνητη περιουσία και μετρητά που κανείς πλην ελαχίστων ανθρώπων δεν γνωρίζει το ακριβές ποσό.

Άφησε επίσης και έναν μύθο γύρω από το όνομα της, για το πως μια αγράμματη βοσκοπούλα από την Μανωλάδα της Ηλείας κατάφερε να στήσει μια τόσο επικερδή επιχείρηση, εξαπατώντας ανθρώπους που ήταν σε απόγνωση και απλοϊκά αφελείς πιστούς. Όλους αυτούς που πίστεψαν ότι η Αθανασία Σάμαρη-Κρικέτου ήταν πραγματικά μια Αγία η οποία συνομιλούσε με την Παναγία και μάλιστα η μητέρα του Θεναθρώπου έγραφε στο στήθος της πεφωτισμένης πιστής ανορθόγραφα μηνύματα.

Μια βοσκοπούλα που αγίασε…

Ο Μαλκόμ Ντε Σαζάλ, συγγραφέας που έμεινε γνωστός για τους αφορισμούς του είχε πει ότι «οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πιστέψουν το κάθε τι αν τους το πεις με μυστηριώδες ύφος ή αν τους το ψιθυρίσεις». Η παραπάνω φράση επιβεβαιώθηκε κατηγορηματικά στην Ελλάδα για τρεις και πλέον δεκαετίες με τους χιλιάδες φανατικούς οπαδούς της Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω., κατά κόσμον Αθανασία Σάμαρη-Κρικέτου. Μιας γυναίκας που γεννήθηκε το 1928, στο χωριό Παλιά Μανωλάδα του Νομού Ηλείας. Ήταν το ένα από τα επτά παιδιά μιας πολύτεκνης οικογένειας με τους δύο γονείς της να αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα, σε μια περιοχή του χωριού που είχε την ονομασία Σαμαραίϊκα. Ο τόπος δεν είχε να δώσει πολλά, το σπίτι του Σάμαρη ήταν στη μέση σχεδόν του πουθενά και εκτός από τον πατέρα και ένα γιο υπήρχαν εφτά γυναίκες.

Για σχολείο, ούτε λόγος να γίνεται. Η Αθανασία μεγαλώνει μέσα σε ένα φτωχικό και από παιδί ακόμη, ξεκινάει να δουλεύει για να συνεισφέρει στο νοικοκυριό, κάνοντας διάφορες εργασίες. Χρόνια μετά σε μια από τις πολλές δίκες που οδηγήθηκε, είπε αναφερόμενη σε εκείνα τα χρόνια: «Εμείς ζούσαμε σε μαι ερημιά, μέσα στο δάσος και δεν ξέραμε πως είναι οι άνθρωποι. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας τσοπάνης εδώ και ένας άλλος στα δέκα χιλιόμετρα». Ήταν σύμφωνα με τα όσα είπε δώδεκα χρονών και δούλευε ως βοσκοπούλα στο κοπάδι ενός θείου της καθημερινά μέχρι το 1945, όταν βίωσε όπως είπε το πρώτο όραμα πάνω στο βουνό. Καθώς μάζευε χόρτα είδε μια μεγάλη λάμψη μέσα από την οποία αναδύθηκε μια πολυ όμορφη γυναίκα με μελί ρούχα η οποία της είπε να πλησιάσει. Για να κάνει πιο πιστευτή την ιστορία της υποστήριξε ότι τριάντα μέτρα πιο μακριά ήταν ένας τσοπάνης, ο οποίος όταν την άκουσε να συνδιαλέγεται με την Παναγία, απόρησε επειδή δεν έβλεπε τίποτε από όσα είχε δει η νεαρή Αθανασία.

Την ρώτησε βλαστημώντας με ποιον μιλάει και σύμφωνα με την Αγία, η μητέρα του Θεανθρώπου εξαφανίστηκε και έκτοτε την έβλεπε μόνο στα όνειρα της. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η ιστορία της μαθαίνεται στην Παλιά Μανωλάδα και η 17χρονη νεαρή που είναι αγράμματη αλλά πανέξυπνη αρχίζει να στήνει τον προσωπικό της μύθο. Η οικογένεια της και οι συγχωριανοί της αναστατώνονται όταν η Αθανασία τους λέει ότι εμφανίστηκε μπροστά της ο Χριστός και μετά από λίγες ημέρες ο Άγιος Νικόλαος. Όταν τους δείχνει ανορθόγραφα μηνύματα τα οποία όπως υποστηρίζει έγραψε η Παναγία στο στήθος της οι απλοϊκοί άνθρωποι σοκάρονται και πιστεύουν όπως έλεγε ένα ξάδερφος της ότι «είχε κάποια θεϊκή δύναμη». Αγνοούν όλοι-εκτός απο τους γονείς της-ότι η Αγία πάσχει από μια κληρονομική πάθηση, τον δερμογραφισμό, όπου αν ο πάσχων χαράξει έντονα με κάποιο αντικείμενο λέξεις η σημάδια στο στήθος του αυτά θα παραμείνουν εκεί για ώρες. Ο σταυρός και οι λέξεις φωτογραφίζονται στις επαρχιακές εφημερίδες και η νεαρή είναι έτοιμη πλέον να αφήσει πίσω της το μικρό χωριό και να μεταβεί στην Αμαλιάδα. Εκεί όπου η φήμη της θα εκτοξευτεί μέσα σε λίγους μήνες, όταν θα…πεθάνει και θα αναστηθεί, έτοιμη πλέον να ξεκινήσει την διαδρομή της ως Αγία.

Από την Αμαλιάδα στο Αιγάλεω

Το 1948 θα αποδειχθεί μια κομβική χρονιά για την Αθανασία Σάμαρη. Ο θείος της Γιώργος Κίντος που διατηρεί ένα καφενείο στην Αμαλιάδα παίρνει την 20χρονη κοπέλα για να τον βοηθάει στην δουλειά. Ο σταυρός στο στήθος της που εμφανίζεται μαζί με ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, προσελκύει τον κόσμο που θέλει να δει το θαύμα και πολύ γρήγορα ενημερώνεται ο τότε Μητροπολίτης Ηλείας Γερμανός. Μαζί με ιερείς επισκέπτεται την Αθανασία, η οποία του μιλάει για τις εμφανίσεις της Παναγίας-στον ύπνο της πλέον-και του δείχνει τα σημάδια στο δέρμα της. Ο τελευταίος αποχωρεί εμφανώς συγκινημένος και τις επόμενες ημέρες πλήθη πιστών συρρέουν για να δουν την δούλη του Θεού Αθανασία, η οποία τους μαγεύει. Αυτό όμως δεν είναι τίποτε, μπροστά σε όσα ακολουθούν λίγους μήνες μετά, όταν η νεαρή αρρωσταίνει ξαφνικά και πεθαίνει, σοκάροντας το ποίμνιο της. Πιστοί, ιερείς και δημοσιογράφοι συρρέουν στην οικία του θείου της για να δουν την νεκρή να ανασταίνεται και να σηκώνεται μέσα από το φέρετρο! Η Αθανασία δεν θα τους χαλάσει το χατήρι.

Θα σηκωθεί και εκστασιασμένη θα διηγηθεί για το…σύντομο ταξίδι της στον άλλο κόσμο, που ήταν σύμφωνα με την ίδια τα Καλάβρυτα, εκεί που την πήγε η Παναγία, προκειμένου να δει αντάρτες να σφαγιάζονται! Σύμφωνα με την «αναστημένη» η Θεομήτωρ της είπε: «Βλέπεις παιδί μου; Αυτά παθαίνουν όσο δεν πιστεύουν…». Οι αστυνομικές αρχές μαζί με κάποιους ιερείς σπεύδουν να ενημερώσουν το κοινό που αδημονούσε να μάθει τα νέα της ανάστασης για την νεαρή Αγία. Ο θόρυβος είναι τεράστιος, αλλά καταλαγιάζει πρωτίστως επειδή η Αθανασια σιωπά σταδιακά, όχι για λίγο αλλά για μια ολοκληρη δεκαετία, βάζοντας στην άκρη τις ενοράσεις και τα σημάδια. Επιστρέφει στο καφενείο και τρία χρόνια μετά παντρεύεται έναν συγχωριανό της, τον Σπύρο Κρικέτο, ο πατέρας του οποίου λατρεύει την θεούσα νύφη του.
Της γράφει μάλιστα το μισό σπίτι της οικογένειας στο όνομα της, αλλά μια παρεξήγηση μαζί της, βγάζει προς τα έξω το άλλο πρόσωπο της Αγίας, που τσακώνεται με τα αδέρφια του άντρα της και πετάει κατσαρόλες και σουρωτήρια ουρλιάζοντας.

Το κλίμα δεν σηκώνει πλέον το ζευγάρι, που αποφασίζει να εγκαταλείψει την επαρχία και να εγκατασταθεί στο Αιγάλεω, σε ένα σπίτι επί της οδού Ελλησπόντου. Μόλις τακτοποιούνται, τα οράματα με την Παναγία αρχίζουν πάλι και από στόμα σε στόμα η φήμη για μια Αγία στο Αιγάλεω που κάνει θαύματα και θεραπεύει αρρώστους, εξαπλώνεται σαν ιός. Στο σπίτι της αρχίζει να συρρέει κόσμος από όλη την Αθήνα και όχι μόνο, που παρακαλάει την Αθανασία για ένα θαύμα στις αγρυπνίες που διοργανώνει. Όλοι θέλουν να τους σταυρώσει και να τους διώξει τον πόνο, ενώ αφήνουν χρυσά τάματα, κοσμήματα και τιμαλφή στην χάρη της Παναγίας, που καταλήγουν στην τσέπη της αγράμματης πλην πανέξυπνης πρώην βοσκοπούλας. Οι business με τα Θεία αρχίζουν για τα καλά…

Οι περιουσίες, τα 400,000,000 δραχμές και οι εθελοντές

Ο τύπος αρχίζει να ασχολείται μαζί της και η Αγία με την λευκή μαντίλα μπαίνει στο στόχαστρο των εφημερίδων και της τηλεόρασης, για την δράση της ως ψευτοαγία. Η Αθανασία Σάμαρη-Κρικέτου δεν πτοείται. Οι «δουλειές» ανοίγουν και μετακομίζει σε μεγαλύτερο σπίτι στην οδό Βαρδουσίων, στην συνοικία του Λιούμη όπως αποκαλούν την γειτονιά ενώ πλέον γίνεται γνωστή ως η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω.
Ευλογεί μωρά, νιόοπαντρα ζευγάρια, αρρώστους για να γιατρευτούν και όλα αυτά με το αζημίωτο φυσικά, ενώ δίπλα της είναι σχεδόν συνέχεια ο αδερφός της Διονύσης Σάμαρης. Αρνείται κατηγορηματικά να παραχωρήσει συνέντευξη και οι δημοσιογράφοι που ψάχνουν το θέμα, αρχίζουν να βγάζουν λαβράκια ανακαλύπτοντας ότι η εικόνα της φιγουράρει ανάμεσα σε αυτές πραγματικών αγίων, ότι οι πιστοί της την προσκυνούν γονατιστοί και εκτελούν άμεσα ότι τους πει. Άνθρωποι στο πέρασμα των δεκαετιών της γράφουν τα σπίτια τους και αδειάζουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς για να συνδράμουν το έργο της Αγίας του Αιγάλεω, που αναστατώνει την γειτονιά με τον «στρατό» των πιστών της.

Οι καταγγελίες για απάτη στέλνουν την Αγία στο εδώλιο, στην πρώτη από τις πολλές δίκες που θα ακολουθήσουν την δεκαετία του ’80, στις οποίες προσλαμβάνει την ελίτ του δικηγορικού σώματος, πληρώνοντας αδρά τις υπηρεσίες τους. Τα «πρόβατα» που την ακολουθούν φωνάζουν υπέρ της έξω από τα δικαστήρια που εκδικάζουν καταγγελίες για τα θαύματα και όχι μόνο της Αθανασίας Σάμαρη-Κρικέτου.
Εκμεταλλευόμενη το φτωχό μορφωτικό επίπεδο, την άγνοια και την θρησκοληψία των ανθρώπων στήνει σταδιακά την αυτοκρατορία της, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σύμφωνα με τα όσα γράφτηκαν για τον βίο και την πολιτεία της η προσωπική της περιουσία ξεπερνούσε τα 400,000,000 δραχμές στα μέσα της δεκαετίας του ’80.  Τι κι αν η Ιερά Σύνοδος με πόρισμα μετά από έρευνα την χαρακτήρισε επιτήσεις αγύρτισσα; Το αφτί της δεν ίδρωσε καθόλου ούτε από την ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών προς τους πιστούς να μην πέφτουν θύματα θρησκόληπτων απατεώνων. Έχοντας ουσιαστικά μια τεράστια επιρροή στους πάνω από 20.000 φανατικούς πιστούς της στο Αιγάλεω και τις γύρω περιοχές, εξασφαλίζει μια ιδιότυπη πολιτική ασυλία. Ποιος υποψήφιος άλλωστε δεν θα ήθελε αυτές τις χιλιάδες των ψηφοφόρων που θα έριχναν στην κάλπη ότι τους έλεγε η Αγία του Αιγάλεω; Όπως έλεγε χαρακτηριστικά εκλογικός αντιπρόσωπος «τους έχει σε ένα μαντρί, κατεβαίνουν στο γήπεδο του Αιγάλεω και ψηφίζουν μονοκούκι, με σταυρωμένα τα ψηφοδέλτια». Όπως ακριβώς ψήφιζαν, έτσι εργάζονταν στα απέραντα κτήματα της Αγίας τους, τα οποία καταλάμβαναν τεράστιες εκτάσεις στις Λιβανάτες, μαζί με μεγάλα βουστάσια, στα οποία μεγάλωναν εκατοντάδες αμνοερίφια και αγελάδες. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής οι εθελοντές της έμπαιναν σε λεωφορεία από την Αθήνα, λίγες ώρες πριν ξημερώσει, μεταφέρονταν στις Λιβανάτες και δούλευαν όλη την ημέρα στα χωράφια για να έχουν την ευλογία της.

Το ίδρυμα, οι φυλακισμένοι και το τέλος

Η πανίσχυρη οικονομικά Αγία στήνει στην Μάνδρα το περιβόητο πλέον ίδρυμα «Παναγία Φανερωμένη», μέσα σε μια τεράστια έκταση με ψηλούς μαντρότοιχους. Στην ουσία ήταν ένα απόρθητο φρούριο, μέσα στο οποίο σύμφωνα με τα όσα αποκαλύφθηκαν ειδικά την δεκαετία του ’90, «μαρτύρησαν» εκατοντάδες πιστοί της Αγίας Αθανασίας. Στην πλειοψηφία τους ήταν άνθρωποι μοναχικοί, ηλικιωμένοι και νεαρά αμόρφωτα κορίτσια χωρίς γονείς, τα οποία ζούσαν συνέχεια μέσα σε αυτό το ίδρυμα-κολαστήριο. Εκεί όπου άνθρωποι στο λυκόφως της ζωής τους ήταν μονίμως ναρκωμένοι με ισχυρά ηρεμιστικά και σκελετωμένοι από την ασιτία, ενώ δεκάδες εθελοντές δούλευαν μέρα νύχτα, πίσω από τους ψηλούς μαντρότοιχους. Για να δεχθεί κάποιον στον «παράδεισο» της, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να της παραχωρήσει κάτι, ένα σπίτι, χωράφια, την σύνταξη του ή ότι άλλο είχε σαν περιουσιακό στοιχείο. Διαθέτοντας μια ισχυρή ομάδα νομικών και συμβολαιογράφων που φρόντιζαν για το νόμιμο της μεταβίβασης, ο υποψήφιος αφού έδινε ότι είχε, πέρναγε τις πύλες του ιδρύματος.
Μόνο που μετά, δεν μπορούσε πλέον να βγει έξω, γι’ αυτό και σχετικά γρήγορα άρχισαν οι πρώτες καταγγελίες, από ανθρώπους οι οποίοι αναζητούσαν τους γονείς τους. Μια κυρία δεν μπόρεσε ποτέ να δει τον πατέρα της, ο οποίος αφού έγραψε όλη του την περιουσία στην Αγία της καρδιάς του, μπήκε στην «Παναγία Φανερωμένη», αρνούμενος μετά να δει την κόρη του.

Το γεγονός όμως που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων ήταν ο θάνατος του ιερέα Αντώνη Μαλαθούνη το 1995, ο οποίος βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιο του. Ο γιος του που είχε μεγαλώσει ουσιαστικά μέσα στο ίδρυμα προχώρησε σε καταγγελίες κατά της Αγίας, θεωρώντας ότι κάποιοι έβγαλαν τον πατέρα του από την μέση, επειδή ανακάλυψε κάτι. Όταν πήγε μαζί με τις τηλεοπτικές κάμερες προκειμένου να δει την μητέρα του, συνομίλησε μαζί της πίσω από τα κάγκελα της εισόδου, αφού δεν του επετράπη η είσοδος.
Η σκηνή της συνάντησης ήταν συγκλονιστική, αφού η γριά μητέρα του κατηγόρησε αυτόν για τον θάνατο του γιου της αρνούμενη να δεχθεί την οποιαδήποτε αιχμή για την Αθανασία του Αιγάλεω. Αυτήν που όταν έβγαινε συνοδευόταν από την προσωπική της ασφάλεια, ενώ όταν πήγαινε στο δικαστήριο, οι φανατικοί της πιστοί την έραιναν με πεντοχίλιαρα. Δεν καταδικάστηκε ποτέ, σε καμία δίκη και τα ίχνη της πρώην βοσκοπούλας είχαν χαθεί με εξαίρεση μια φωτογραφία πριν από εφτά χρόνια. Αυτή που την απεικονίζει ανήμπορη μετά το εγκεφαλικό, να είναι καθιστή σε ένα αναπηρικό καροτσάκι με το μυαλό της ουσιαστικά «νεκρό», ανήμπορο πλέον να σκεφτεί.
Ουσιαστικά δεν επικοινωνούσε πλέον με κανέναν αυτή η πανέξυπνη γυναίκα που βίωσε τελικά μια Θεία δίκη, την οποία αλίμονο, δεν είδε ποτέ να έρχεται, όπως «έβλεπε» την μητέρα του Θεανθρώπου την εποχή της παντοδυναμίας της.