Χωρίς εκπλήξεις ολοκληρώθηκε και η δεύτερη ψηφοφορία για τη Συνταγματική Αναθεώρηση και πλέον η επόμενη Βουλή θα πάρει τις τελικές αποφάσεις. Και τα 49 άρθρα που είχαν “προκριθεί” στην πρώτη ψηφοφορία συγκέντρωσαν και στο δεύτερο “γύρο” πάνω από 151 ψήφους και έτσι μπορούν να αναθεωρηθούν.
Επίσης πέρασε το άρθρο 3 για το ουδετερόθρησκο του ελληνικού κράτους με 156 ψήφους έναντι 151 στην προ μηνός ψηφοφορία στη Βουλή.
Η υπερψήφιση από τη σημερινή Βουλή του άρθρου 32 του Συντάγματος για την αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την διάλυση της Βουλής, διαμορφώνει ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό τοπίο για την επομένη των εκλογών. Επιτρέπει στην επόμενη κυβέρνηση να έχει καθαρή 4ετία, χωρίς τον φόβο της ανατροπής και των πρόωρων εκλογών, λόγω της αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Πρακτικά, η σημερινή υπερψήφιση του άρθρου, χάρη στο ελιγμό της Νέας Δημοκρατίας που υπερψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέπει στην επόμενη Βουλή να αλλάξει την επίμαχη διάταξη κατά το δοκούν. Αφού όσες διατάξεις υπερψηφίζονται από την παρούσα Βουλή με πλειοψηφία άνω των 180 ψήφων, όπως συνέβη με το άρθρο 32, αναθεωρούνται από την επομένη- την Αναθεωρητική Βουλή- με απλή πλειοψηφία 151 βουλευτών.
Αρα, εφόσον στην επόμενη Βουλή η Νέα Δημοκρατία έχει αυτοδυναμία, θα μπορεί να αλλάξει την σχετική διάταξη όπως εκείνη επιθυμεί. Και να προωθήσει το δικό της σχέδιο πλέον για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, που προβλέπει 3 ψηφοφορίες, τις πρώτες δύο με αυξημένη πλειοψηφία και στην τρίτη, την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, με απλή πλειοψηφία 151 βουλευτών.
Τσίπρας: Κάποιοι προσπάθησαν να υπονομεύσουν τη Συνταγματική Αναθεώρηση
«Δεν είναι η πρώτη φορά που συζητάμε για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, δεν υπάρχει προηγούμενο αναθεωρητικής διαδικασίας που να έχουμε συζητήσει τόσες φορές και θεωρώ άδικη την κατηγορία ότι είναι διαδικασία που γίνεται στο πόδι και στο άψε σβήσε», είπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προς τον κ. Μητσοτάκη, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, που με πρωτοβουλία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του εκκίνησε, ως «κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία»» είπε ο Αλέξης Τσίπρας και τόνισε ότι το πολιτικό σύστημα που κυβέρνησε επί 40 χρόνια είχε πολλές ευκαιρίες να προχωρήσει σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και δεν το τόλμησε.
Τόνισε ότι για την κυβέρνηση λοιπόν είναι κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία σε αντίθεση δυστυχώς με άλλους «που επέλεξαν να παίξουν φτηνά αντιπολιτευτικά παιχνίδια με το Σύνταγμα. Προσπάθησαν να υπονομεύσουν, να σνομπάρουν τη διαδικασία της αναθεώρησης, να δημιουργήσουν προσκόμματα» εν αντιθέσει, όπως είπε, «με την κυβέρνηση που εκτίμησε ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμη διαδικασία τώρα που η χώρα μας εξέρχεται από αυτή τη δραματική εμπειρία των μνημονίων, απ΄ αυτή την ιδιότυπη κατάσταση εξαίρεσης που της επιβλήθηκε μετά την χρεοκοπία του 2010. Μια κατάσταση στην οποία οι τίτλοι τέλους γράφτηκαν οριστικά τον Αύγουστο του 2018», σημείωσε.
Ο πρωθυπουργός είπε ότι με τη δυνατότητα πλέον αναστοχασμού και ανάλυσης πάνω στο έδαφος των ερωτημάτων που για το πολιτικό σύστημα, τον κοινοβουλευτισμό, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, οι λαϊκές κινητοποιήσεις αλλά και η παγκόσμια οικονομική και θεσμική αρχιτεκτονική, προτείνονται οι μεταρρυθμίσεις «που θα θωρακίζουν τον κοινοβουλευτισμό, θα ενισχύουν την λαϊκή παρέμβαση, θα κατοχυρώνουν αυστηρότερη προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων». Αλλά και μεταρρυθμίσεις, όπως είπε, που είτε επιλύουν ιστορικές εκκρεμότητες όπως το θέμα του εξορθολογισμού των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους είτε θεραπεύουν θεσμικά εξαμβλώματα, όπως ο νόμος για τη προστασία των υπουργών.
Ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι στη νέα φάση που έχει μπει η παγκόσμια οικονομία αλλά και το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ και της ευρωζώνης και τις διαρκείς πιέσεις που δέχεται από πολλαπλά κέντρα ο κοινοβουλευτισμός αλλά και η δημοκρατική αρχή, «το Κοινοβούλιο χρειάζεται να ενισχυθεί παράλληλα με την ενίσχυση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, ώστε και οι δύο αυτοί θεσμοί να μπορούν να αντιπαρέλθουν αποτελεσματικά πιέσεις που ενίοτε φτάνουν στα όρια του εκβιασμού».
Σημείωσε ότι σε αυτό αποσκοπούν οι ρυθμίσεις που θέλουν να εγγυηθούν έναν ομαλό πολιτικό κύκλο, έναν πολιτικό κύκλο τετραετίας και από την άλλη να εξισορροπήσουν αυτή την νέα συνθήκη μέσω ενός μηχανισμού εσωτερικού στον κοινοβουλευτισμό που δεν είναι άλλος από το αναλογικό εκλογικό σύστημα. Πρόσθεσε ότι «η πρόταση μας δεν μιλά για συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα, αλλά για ένα μοντέλο με την πιθανότητα να υπάρχει μια απόκλιση από την απλή «απλή αναλογική», αλλά ένα μοντέλο αντιπροσωπευτικότητας της ψήφου».
Την πρόταση αυτή δεν πρέπει να τη δει κανείς ξεκομμένη αλλά σε ένα πλέγμα προτάσεων, και ειδικότερα που περιλαμβάνει τις προτάσεις για την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την διάλυση της Βουλής, η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας, η υποχρέωση ο πρωθυπουργός να είναι υποχρεωτικά εκλεγμένο μέλος του Κοινοβουλίου και η κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος «λειτουργούν ως σύνολο, ως αλληλοσυμπληρούμενες ρήτρες που λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση: Την ενίσχυση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και την προστασία των δημοκρατικών θεσμών από εξωγενείς παρεμβάσεις».
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μεταρρύθμισης είναι ξεκάθαρο σε όλους: «Μια ισχυρή κυβέρνηση, με εγγυημένο τον τετραετή πολιτικό κύκλο. Αλλά την ίδια στιγμή ένα Κοινοβούλιο που δεν θα είναι διακοσμητικό αλλά θα μπορεί να επηρεάζει καθοριστικά την κυβερνητική πολιτική μέσω της καθιέρωσης του αναλογικού εκλογικού συστήματος. Ένα σύστημα θεσμών που θα λειτουργεί δηλαδή ως μηχανισμός εξισορρόπησης και ελέγχου πιθανών κυβερνητικών αυθαιρεσιών».
Ειδική αναφορά στο ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) έκανε ο Αλ. Τσίπρας. Επισήμανε ότι κεντρικό ερώτημα στην πολιτική συζήτηση αυτή ήταν εάν τελικά πρέπει ως ύστατο καταφύγιο να προσφεύγουμε στη λαϊκή ετυμηγορία ή θα πρέπει ο ΠτΔ να εκλέγεται από το Κοινοβούλιο ακόμα και με απλή πλειοψηφία 151 βουλευτών, όπως είναι η πρόταση της ΝΔ.
«Η αλήθεια είναι ότι το σημερινό Σύνταγμα προβλέπει την τελευταία δυνατότητα με την προσθήκη όμως μιας διόλου ασήμαντης λεπτομέρειας», όπως σχολίασε. Δηλαδή, όπως είπε, «ότι η απλή πλειοψηφία 151 αρκεί μόνο εφόσον δεν έχουν τελεσφορήσει τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες που απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία (200, 200 και 180 ψήφων), στη συνέχεια έχει διαλυθεί η Βουλή, έχει εκλεγεί νέα, άρα έχουμε μεσολάβηση εκλογών, ενώ στη συνέχεια και πάλι επιχειρείται να συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία κατά την πρώτη ψηφοφορία 180 βουλευτών και αν και εκεί δεν εκλεγεί πάμε σε απλή πλειοψηφία».
Ο πρωθυπουργός παρατήρησε ότι «η διάλυση της Βουλής και η μεσολάβηση εκλογών δεν είναι μια τυχαία λεπτομέρεια. Είναι ο τρόπος που επιλέγει ο συνταγματικός νομοθέτης προκειμένου -ας μου επιτραπεί η έκφραση – να «εκβιάσει» αν θέλετε τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων για το πρόσωπο του ΠτΔ επειδή ακριβώς αυτός είναι ο επικεφαλής της Ελληνικής Δημοκρατίας και ρυθμιστής του πολιτεύματος».
Ωστόσο, είπε ο κ. Τσίπρας, «εμείς όμως εδώ επιθυμούμε -και ορθώς- να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα που γεννάται σε ό,τι αφορά τη διατάραξη του ομαλού κυβερνητικού κύκλου τετραετίας, οπότε προκρίνουμε την αποσύνδεση της εκλογής του ΠτΔ από πιθανή διάλυση της Βουλής». Άρα, συνέχισε, «πρέπει να δημιουργηθεί ένας άλλος μηχανισμός «εκβιασμού» της συναίνεσης και αυτό επιχειρεί η πρόταση μας με τις διαδοχικές ψηφοφορίες και τελικά μόνο αν αυτές δεν ευδοκιμήσουν, σε διάρκεια έξι μηνών, να οδηγούμασε σε απευθείας εκλογή από το λαό ως ύστατη καταφυγή εφόσον δεν επιτευχθεί η συναίνεση».
Ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε παντελώς αβάσιμο τον φόβο για διολίσθηση του πολιτικού μας συστήματος σε προεδρική ή ημιπροεδρική μορφή, διότι σημείωσε το πολίτευμα χαρακτηρίζεται όχι με βάση το τρόπο εκλογής αλλά με βάση τις αρμοδιότητες του ΠτΔ και η πρόταση δεν προβλέπει καμία αλλαγή στις αρμοδιότητες.
Αντίθετα, υποστήριξε ότι με την πρόταση της ΝΔ για εκλογή του ΠτΔ με 151 βουλευτές, νοθεύεται ο μηχανισμός επίτευξης συναίνεσης που πρέπει να επιτάσσει το Σύνταγμα -στο βαθμό που στο πρόσωπο του ΠτΔ θέλουμε τον εκφραστή της ενότητας του έθνους και τον ρυθμιστή του πολιτεύματος -και θα καταλήξουμε λοιπόν με αυτή την εκδοχή στο να έχουμε ένα ΠτΔ διορισμένο- τοποτηρητή της εκάστοτε συγκυριακής απλής πλειοψηφίας της Βουλής του θα τυγχάνει να υπάρχει την περίοδο που θα λήγει η θητεία του Προέδρου και θα έρχεται η διαδικασία εκλογής.
Μητσοτάκης: Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε ολέθριες προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος
«Λυπάμαι που η συζήτηση αυτή, που αποτελεί κατά τεκμήριο κορυφαία διαδικασία που εμπλέκεται το Κοινοβούλιο, γίνεται με τα έδρανα της Βουλής άδεια. Η αναθεώρηση ουσιαστικά μένει μετέωρη. Επιβεβαιώνεται ότι ακόμα και ο καταστατικός χάρτης της χώρας αντιμετωπίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κομματικό εργαλείο για φτηνό αντιπερισπασμό».
Αυτό δήλωσε ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ο κ. Μητσοτάκης πρόσθεσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε ολέθριες προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
«Η ΝΔ κατέθεσε μία συγκροτημένη πρόταση με αλλαγές σε 59 άρθρα από τα 120. Κατάργηση 8 παρωχημένων διατάξεων. Να θυμίσω τον δεκάλογο των σημαντικών μεταρρυθμίσεων», ανέφερε ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την ομιλία του στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
«Προτείναμε η επιλογή ανώτατων δικαστικών να περάσει απο την κυβέρνηση στη Βουλή. Σύγχρονη δημόσια διοίκηση, αξιοκρατία, αξιολόγηση. Ενδυνάμωση Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Σταθερό οικονομικό περιβάλλον. Υποχρέωση ισοσκελισμένων προϋπολογισμός. Πλήρης αυτονομία κρατικών πανεπιστημίων, αλλά και δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων με εποπτεία ανεξάρτητης Αρχής», συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.
«Παρά τις προσπάθειές μας να διαμορφώσουμε πλαίσιο συνεννόησης, η κυβέρνηση τα απέρριψε όλα αυτά (που πρότεινε η ΝΔ). Υπενθυμίζω ότι είχα προτείνει προσωπικά στον κ. Τσίπρα να αναλάβουμε κοινή ευθύνη απέναντι στους νέους μας. Να ψηφίσουμε μαζί το άρθρο 16 και 24. Δεν τολμήσατε κ. Τσίπρα να κάνετε ούτε αυτό. Δεν λυπάμαι για εσάς. Λυπάμαι για τη χώρα και το μέλλον των νέων Ελλήνων. Η συζήτηση αυτή, γι’αυτό θα καταγραφεί στην ιστορία ως μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία». Αυτό τόνισε ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την ομιλία του στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.