Αρχική Χωρίς κατηγορία Αποκριάτικα…

Αποκριάτικα…

Γράφει ο Α. Γ. Κουκουλάς

Κυριακή Τυρινή
Τελευταία Κυριακή των Απόκρεω ή Κυριακή της Τυροφάγου ή Κυριακή Τυρινή ή Μακαρονού, όπως συνηθίζεται να λέγεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας.
Τώρα γιατί αυτή η ονομασία; Γιατί η κρεοφαγία έχει τελειώσει και αυτή την Κυριακή επιτρέπονται μόνο γαλακτερά, αβγά και μακαρόνια.
Ως προς την τελευταία λέξη δηλαδή μακαρόνια, αυτή αρχικά σήμαινε μακαριστά τροπάρια ή αναπαύσιμα τροπάρια, σε κηδείες και περίδειπνα, στα οποία προσφέρονταν ζυμαρικά και είναι λέξη σύνθετη.
Προέρχεται από τις λέξεις «μακαρία» και «αιωνία» από την οποία και προέκυψε η λέξη.
Στην τελευταία Κυριακή αφιερωμένοι και οι στίχοι του λαϊκού στιχουργού:
Η τελευταία Κυριακή/ είναι σαν προθεσμία./ Σαν τελευταίο τέρμενο/ σαν τελευταία ημέρα/ που όλα επιτρέπονται/ μ΄αντίρρηση καμία/ γιατί ζυγώνει κι έρχεται/ η Καθαρή Δευτέρα.

Καθαρή Δευτέρα-Κούλουμα
Την Καθαρή Δευτέρα ή Αρχιδευτέρα ή Πρωτονήστιμη Δευτέρα, αρχίζει η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Καθαρή Δευτέρα ονομάστηκε κατά μία εκδοχή, γιατί από την ημέρα αυτή αρχίζει η αποχή των πιστών από ορισμένα φαγητά κατά τη διάρκεια της νηστείας.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, Καθαρή Δευτέρα ονομάστηκε, γιατί οι γυναίκες καθάριζαν τα μαγειρικά σκεύη από τα λίπη.
Κούλουμα και Κούλουμπα ή Κούλουμες, Ανακούλουμα, Κούμουλα ή Κουμουλάδες, ονομάζεται ο υπαίθριος γιορτασμός της Καθαρής Δευτέρας.
Ως προς την αρχή του εθίμου, τίποτα δεν είναι γνωστό. Αλλά και ως προς την ετυμολογία της λέξης, οι γνώμες είναι διαφορετικές.
Κατά μία εκδοχή, η λέξη προέρχεται από τη λατινική ονομασία του «στύλου», της «κολώνας» (λατινικά columna και με παραφθορά culuma).
Και στις «κολώνες» ή ακριβέστερα στην περιοχή των «στύλων του Ολυμπίου Διός» στην Αθήνα οι κάτοικοι γιόρταζαν την Καθαρή Δευτέρα.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η λέξη είναι κατάλοιπο της ελληνικής δημοτικής γλώσσας και συναντάται στα γράμματα των Ανδρούτσου, Τζαβέλα και Μποτσαραίων που συνιστούσαν στα παλικάρια να πάνε να «χαλάσουν στην κρυψώνα πέρ΄απ΄ το καραούλι ούλοι μαζί τα κούλουμα».
Επικρατέστερη πάντως φαίνεται, πως είναι εκείνη, που κάνει δεκτό, ότι η λέξη προέρχεται από τη λατινική Κούμουλους, που σημαίνει σωρός, αφθονία, αλλά και τέλος, επίλογος. ΄Ενας επίλογος που σφραγίζει τις γιορτές της Αποκριάς.
Την Καθαρή Δευτέρα, δεν λείπουν οι μεταμφιέσεις, οι αυτοσχέδιες παραστάσεις , οι άσεμνες πολλών εθίμων εκδηλώσεις, αλλά και οι λεβέντικοι εθνικοί χοροί καθώς και αυτοί με τοπικό χρώμα και τραγούδια.
Κυρίαρχο όπως χαρακτηριστικό της γιορτής είναι ο γιορτασμός στην εξοχή, τα νηστίσιμα φαγητά, η λαγάνα «από το αρχαίο «λάγανον» ή «λαγάνιον») και το πέταγμα του χαρταετού.
Την Καθαρή Δευτέρα γίνονται μαντείες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη ήταν αυτή με την αρμυροκουλούρα, την οποία οι ανύμφευτες έτρωγαν το βράδυ της ίδιας μέρας, πιστεύοντας ότι
θα έβλεπαν στον ύπνο τους τον ποιον θα παντρευτούν.

Με την ευκαιρία του γιορτασμού της αποκριάς, θυμήθηκα και τα λόγια του Σουρή που στο ποίημά του «Ναι μεν» , έγραφε:
Ναι μεν, κοιτάζω θλιβερός/ τα κάτισχνα ταμεία. / Ναι μεν μαστίζει σοβαρώς το κράτος βουλημία,
Ναι μεν μαχόμεθα δεινώς / περί τον επιούσιον, / και πείνα σήμερα απηνώς / στον τόπον δρα τον πλούσιον.
Ναι μεν αμέτρητα δεινά/ επαπειλούν παντοτεινά, / την γην αυτήν του κλέους/ σαν σπάθη Δαμοκλέους.
Ναι μεν ο φόρος κυβερνά/ και πρέπει στην Ελλάδα / το καρναβάλι να περνά μόνο με φασουλάδα,
Ναι μεν το γένος αθυμεί / κι εν ου παικτοίς δεν παίζει/ και στρώνεται χωρίς ψωμί /απόκριας τραπέζι.
Όμως δεν πρέπει και γι αυτά / να μη μασκαρευτούμε και με μουτζούρες τηγανιού/ να μη μουτζουρωθούμε.
Στ΄ανάθεμα κακή καρδιά/ πρέπει και φέτος βρε παιδιά/ λιγάκι να αποκρέψουμε / να πιούμε, να χορέψουμε.
Πρέπει και σήμερα μ΄αυτά/ τα κλασικά μας χάλια / να πούμε λίγα χωραταά/ τρελλά στα καρναβάλια.

Ο Μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς
Είναι αδιανόητο στη διάρκεια της Αποκριάς να μην ακουστεί το τραγούδι, του μπάρμπα Γιάννη του Κανατά, που πρωτοτραγούδησε ο Ν. Επιτροπάκης στα 1935.
Ισχυρίζονται πολλοί, ότι ο μπάρμπα Γιάννης ήταν αρχοντόπουλο από την Αίγυπτο, που ξέπεσε και κατάντησε να πουλάει κανάτια στην Αθήνα.
΄Εμενε στην οδό Υπερίδου στην Πλάκα και ενώ τις καθημερινές γύριζε κουρελής στις γειτονιές πουλώντας κανάτια, την Κυριακή γινόταν άλλος άνθρωπος.
Ψηλό καπέλο, σάλι στους ώμους, παπούτσια με λάστιχο στα πλάγια για να μπαίνουν και βγαίνουν εύκολα, μπαστούνι με ασημένια λαβή και καφέ στο Σύνταγμα. Στο καφενείο «Ωραία Ελλάς».
Μόλις τελείωνε τον καφέ του, αναπολώντας ίσως τα περασμένα του μεγαλεία και δόξες, άρχιζε τις βόλτες ανάμεσα στον κόσμο της πλατείας σοβαρός-σοβαρός.
Δεν τον ενοχλούσε τίποτα. Ούτε τα πειράγματα εκείνων των πιτσιρικάδων που έβρισκαν ευκαιρία να τον πειράζουν.
΄Ισως, γιατί ο μπάρμπα Γιάννης να διαισθανόταν, ότι θα περνούσε στην ιστορία, στην οποία κανείς δε μπόρεσε να γράψει ποιο ήταν το τέλος αυτού του τύπου.
Γιατί ο μπάρμπα Γιάννης, μια μέρα εξαφανίστηκε. Κανείς δε γνωρίζει που πήγε, έμεινε όμως το τραγούδι του.
Και …δυο άλλοι τύποι
Πρώτος κατασκευαστής μιας ξύλινης αποκριάτικης καμήλας στην Αθήνα, η οποία χόρευε, δάγκωνε κλπ.ήταν ο περίφημος Βαγγέλαρος.
Μέγας κατασκευαστής ο Βαγγέλαρος ή Βαγγελάρας, αλλά και μέγας πότης.
Κάποτε, πάνω στις Απόκριες, το κρασί τον έστειλε στον άλλο κόσμο.
Ο Τίμος Μωραϊτίνης, έγραψε ολόκληρο έμμετρο επικήδειο στον Βαγγελάρα, ο οποίος περιελάμβανε και αυτά τα λόγια:
Και ο Βαγγελάρας πέθανε! Κι οι φίλοι του τον κλάψανε
μ΄αληθινό τους δάκρυ.
Μουτζούρη τον επήγανε, μουτζούρη τον εθάψανε
και γράψανε στην άκρη: Εδώ κοιμάται ήσυχα ένας μεγάλος φουκαράς
που η δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς,
μία φορά το χρόνο!
Μόνο!
Άλλος τύπος που έμεινε στην ιστορία των καρναβαλιών της Αποκριάς, ήταν ο Θεοδοσίου.
Ηθοποιός, ποιητής του κάρου και δημιουργός αρμάτων της Αποκριάς.
Ονομαστό από τα τελευταία, ήταν εκείνο που παρίστανε το πανεπιστήμιο της Αθήνας ως φούρνο, όπου από τη μία μεριά έβαζε κούτσουρα και από την άλλη έβγαζε τούβλα.
Καλή Σαρακοστή.